- μεγαλότιμος
- μεγᾰλό-τῑμος, ον,A greatly honoured, PMag.Leid.W.14.22, Pap.in Sitzb.Heidelb.Akad.1923(2).18; gloss on ἐρίτιμος, Hsch., EM374.55. Adv. -μως D.L.8.88.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγαλότιμος — μεγαλότιμος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη αξία. επίρρ... μεγαλοτίμως (Α) με μεγάλη τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + τιμή (πρβλ. υψηλό τιμος)] … Dictionary of Greek
μεγαλότιμος — greatly honoured masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοτίμως — μεγαλότιμος greatly honoured adverbial μεγαλότιμος greatly honoured masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλότιμον — μεγαλότιμος greatly honoured masc/fem acc sg μεγαλότιμος greatly honoured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοτίμου — μεγαλότιμος greatly honoured masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλότιμε — μεγαλότιμος greatly honoured masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγάτιμος — η, ο (Α μεγάτιμος, ον) νεοελλ. (για πρόσωπα) αυτός που είναι πολύ τιμημένος, που τιμάται ιδιαιτέρως, πολυτίμητος («μεγάτιμος εθνικός ευεργέτης») αρχ. αυτός που έχει μεγάλη τιμή, μεγαλότιμος, πολύτιμος («ὑφῆς βαρβαρικῆς μεγαλοτίμου», Αιλ.).… … Dictionary of Greek
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek
μεγατίμιος — μεγατίμιος, ον (Μ) 1. (για πρόσ.) μεγάτιμος, μεγαλότιμος, πολυτίμητος («ἀνδρὸς μεγατιμίου», Θεοφ. Σιμ.) 2. (για πράγματα) πολύτιμος («δώροις μεγατιμίοις», Θεοφ. Σιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + τίμιος] … Dictionary of Greek
ՄԵԾԱՊԱՏԻՒ — ( ) NBH 2 0239 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c ա. μεγαλότιμος qui in magno est homore μεγαλόδοξος magnifice gloriosus σεβάσμιος venerandus, colendus եւն. Մեծապէս պատուեալ, եւ պատուելի. մեծաշուք.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)